Η Παρθενία και η Σωφροσύνη: π. Σωφρόνιος Σαχάροφ
Η παρθενία και η σωφροσύνη συνιστούν την δευτέραν κυρίαν υπόσχεσιν του μοναχισμού. Η αντίληψις περί της παρθενίας, ως περί ζωής κατ' εικόνα της ζωής του Ιησού Χριστού, είναι παραδόξως τοσούτον ολίγον αποδεκτή υπό του συγχρόνου κόσμου, έτι δε και υπό των χριστιανών, ώστε καθίσταται απαραίτητον να εκθέσωμεν την δογματικήν βάσιν αυτής της υποσχέσεως.
Η δισχιλιετής πείρα της Εκκλησίας μετ' ακαταμαχήτου αξιοπιστίας κατέδειξεν ότι ο αποκλεισμός της γενετησίου λειτουργίας εκ της ζωής της ανθρωπίνης προσωπικότητος ουχί μόνον δεν επιφέρει βλάβην εις την ψυχικήν και φυσιολογικήν υγείαν του ανθρώπου, αλλ' αντιθέτως, ορθώς χρησιμοποιουμένη αυξάνει και την φυσικήν ανθεκτικότητα και την μακροβιότητα και την ψυχικήν υγείαν και την πνευματικήν ανάπτυξιν αυτού. Κατά τας τελευταίας δεκαετίας είναι δυνατόν να παρατηρήση τις πλήθος επιστημονικών εργασιών, αι οποίαι διαπιστούν την πνευματικήν γονιμότητα εκείνου το οποίον η σύγχρονος ψυχολογία ονομάζει «εξαϋλούσαν αγνείαν». Πρέπει να χαίρη τις δια την διαπίστωσιν ταύτην, διότι εις πάσαν εποχήν δεν έπαυσάν τινες να διαστρέφουν την έννοιαν της μοναχικής σωφροσύνης, έτι δε και να αντιτίθενται προς αυτήν, ως προς φαινόμενον παθολογικόν και παρά φύσιν.
Εν τούτοις οφείλομεν να είπωμεν ότι η σύγχρονος επιστημονική πείρα εις τον τομέα αυτόν είναι εισέτι μακράν της δυνατότητος να συγκριθή προς την αδιάκοπον και αιωνόβιον πείραν της Εκκλησίας και να έχη τρόπον τινά την αξίωσιν να διορθώση η να εμπλουτίση αυτήν. Εκ τούτου ευκόλως κατανοείται το μικρόν ενδιαφέρον των μοναχών προς ταύτην. Αντιπαρερχόμενοι την λεπτομερή εξέτασιν του ζητήματος τούτου από δογματικής και ανθρωπολογικής απόψεως, θα είπωμεν μόνον ότι δι' ημάς κύριον και αναμφισβήτητον τεκμήριον δικαιώσεως αυτής της υποσχέσεως, εις το οποίον άλλως τε οδηγούν πάσαι αι άλλαι αποδείξεις, είναι το γεγονός της εν παρθενία επιγείου ζωής του Κυρίου: «Υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν» (Ιωάν. ιγ' 15). Μονον εις τελείως ασύνετος θα τολμήση να είπη ότι η ζωη του Χριστού υπήρξε «παρά φύσιν».
Ενώπιον ημών των χριστιανών ίσταται το απόλυτον αίτημα: να ομοιωθώμεν, ει δυνατόν, προς τον Άνθρωπον-Χριστόν (εν πάσιν), ούτως ώστε δια της ομοιώσεως αυτής να κατορθώσωμεν την ομοίωσιν προς τον Θεόν, ως τον ύστατον σκοπόν και την υψίστην έννοιαν της υπάρξεως ημών. Ο Άγιος Βαρσανούφιος ο Μεγας λέγει περί της υπακοής: «Κράτει την υπακοήν, την αναφέρουσαν εις τον ουρανόν, και ομοίους τω Υιώ του Θεού ποιούσαν τους κτωμένους αυτήν»6. Αλλά το αυτό οφείλομεν να είπωμεν και περί της παρθενίας και σωφροσύνης.
Κατά την πεποίθησιν του Αγίου Μεθοδίου του Ολύμπου (+311), εκφραζομένην εις το «Συμπόσιον των δέκα παρθένων» —έργον το οποίον ανακεφαλαιοί τας απόψεις της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων περί παρθενίας— δεν δύναται άλλως να οδηγηθή τις όντως εις το «καθ' ομοίωσιν» Θεού, ει μη μόνον δια της προσλήψεως και φανερώσεως εν τη γηΐνη υπάρξει αυτού των χαρακτήρων της εικόνος εκείνης, η οποία εφανερώθη εις ημάς δια του ενανθρωπήσαντος Χριστού.
Συνεχώς συναντώμεθα μετά της διδασκαλίας της Εκκλησίας περί σωτηρίας, εννοουμένης ως θεώσεως. Αλλά διερωτάται τις: Που δυνάμεθα να εύρωμεν το αξιόπιστον και, ούτως ειπείν, οφθαλμοφανές και ψηλαφητόν (βλ. Α' Ιωάν. α' 1) κριτήριον της καταστάσεως ταύτης; Αναμφιβόλως, μόνον δια της ομοιώσεως προς τον «εν σαρκί» φανερωθέντα Θεόν είναι δυνατόν να ομοιωθώμεν προς Αυτόν και κατά την υπερκόσμιον και αιώνιον Αυτού ύπαρξιν. Προς τούτο ακριβώς το σημείον ήτο πάντοτε εστραμμένη η θεολογική σκέψις της Εκκλησίας από των πρώτων χρόνων της ιστορίας αυτής. Τούτο αντανακλάται και εις τα λειτουργικά κείμενα7 και εις τα μνημεία της αγιοπατερικής γραμματείας.
Παραδειγματικώς θα παραθέσω τινά εξ αυτών.Εις την πρώτην εκ των δύο «Προς Παρθένους» επιστολών, αι οποίαι εσφαλμένως αποδίδονται εις τον Άγιον Κλήμεντα Ρωμης (+103), αναγινώσκομεν: «Η αγία Παρθένος είναι εκείνη, η οποία έφερεν εις τους κόλπους Αυτής τον Υιόν του Θεού, τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν• ναι, ο προσκυνητός ημών Δεσπότης εδανείσθη εκ της ιεράς αυτής Παρθένου το σώμα δια του οποίου ενεδύθη και το οποίον Ούτος προώριζε δια τας οδύνας και τας βασάνους. Είθε το μέγα τούτο γεγονός να φανερώση εξ ολοκλήρου εις την ψυχήν ημών οπόσον υπέροχος και έξοχος είναι η παρθενία. Κατόπιν αυτού θέλεις να είσαι Χριστιανός; Βαδιζε σταθερώς επί των ιχνών του Ιησού Χριστού. Ο Ιωάννης υπήρξεν άγγελος απεσταλμένος ενώπιον του προσώπου του Κυρίου• και “εν γεννητοίς γυναικών ουκ εγήγερται μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού”• και ο άγιος ούτος Άγγελος του Κυρίου ήτο παρθένος... Υπήρξεν ωσαύτως άγιος8 ο έτερος Ιωάννης, ο οποίος ανέπεσεν επί το στήθος του Κυρίου και ο οποίος ηγάπα Αυτόν πολύ, εξ αιτίας του οποίου τοσούτον ηγάπα αυτόν ο Κυριος. Εν συνεχεία ακολουθούν ο Παύλος, ο Βαρνάβας, ο Τιμόθεος και άλλοι, των οποίων τα ονόματα εγράφησαν εν Βιβλω Ζωής• πάντες ούτοι ηγάπησαν το είδος τούτο της αγιότητος, και αγωνιζόμενοι διήλθον αυτό μέχρι του τέλους της ζωής, ως αληθινοί μιμηταί του Χριστού και υιοί του Ζώντος Θεού,... διότι οι όμοιοι προς τον Χριστόν είναι τελείως όμοιοι προς Αυτόν»9.
Ο Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος (+258 μ.Χ.) εν τω βιβλίω αυτού «Περί του ιματισμού των Παρθένων» ομιλών περί της αξίας της παρθενίας λέγει: «Οι παρθένοι είναι ο καρπός του άνθους της Εκκλησίας• η δόξα και η ευπρέπεια της πνευματικής χάριτος... έργον επαίνων και τιμής πλήρες και αδιάφθορον• η εικών του Θεού, η αναλογούσα εις την αγιότητα του Κυρίου• το ενδοξότερον μέρος του ποιμνίου του Χριστού• και όσον αφθονεί η παρθενία εντός των τάξεων αυτής, τοσούτον αυξάνει η χαρά της Μητρός ημών Εκκλησίας»10.
Ο Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου, εις το προαναφερθέν έργον αυτού «Συμπόσιον των δέκα Παρθένων» ομιλεί περί της παρθενίας ως περί έργου «άκρως μεγάλου», ως περί «μυστηρίου». Και αναμφιβόλως, εάν ο γάμος είναι μυστήριον, τότε και η παρθενία είναι ωσαύτως μυστήριον της Εκκλησίας.
Η παρθενία και η σωφροσύνη υπό την χριστιανικήν έννοιαν διακρίνονται ουσιωδώς εξ εκείνου το οποίον ηννόουν και μέχρι σήμερον εννοούν οι εκτός Εκκλησίας υπό τας αυτάς λέξεις. Αι έννοιαι παρθενία και σωφροσύνη είναι συγγενείς ουχί όμως ταυτόσημοι. Κατά την μοναχικήν κουράν, εκείνοι οι οποίοι προσέρχονται εις τον μοναχισμόν μετά τον γάμον, η εξωγάμους σχέσεις, απαγγέλλουν την υπόσχεσιν της σωφροσύνης, ήτοι της εις το μέλλον ολοκληρωτικής εγκρατείας, ενώ εκείνοι οι οποίοι δεν εγνώρισαν άλλο σώμα δίδουν την υπόσχεσιν της παρθενίας.Η σωφροσύνη, όπως δεικνύει και η λέξις αύτη, σημαίνει την ακεραιότητα η την πληρότητα της φρονήσεως.
Εν τη Εκκλησία μετά της εννοίας ταύτης συνδέεται ουχί μόνον η νίκη επί της σαρκικής έλξεως και εν γένει επί του «φρονήματος της σαρκός» ήτοι η «νίκη επί της φύσεως», αλλά και η απόκτησις του συνόλου των τελειοτήτων, αι οποίαι προσιδιάζουν εις την φρόνησιν και των οποίων έκφρασις είναι η σταθερά διαμονή εν τω Θεώ «εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της καρδίας».Εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή η άσκησις της σωφροσύνης αποκαθιστά την κατά το πνεύμα παρθενικήν κατάστασιν του ανθρώπου, υπερφαλαγγίζουσα την ανεπανόρθωτον απώλειαν της σωματικής παρθενίας.Την γνησίαν παρθενίαν οι Άγιοι Πατέρες ορίζουν ως υπερφυσικήν κατάστασιν.
Εν τη τελεία αυτής μορφή θεωρείται ως αδιάκοπος διαμονή εν τη θεία αγάπη, ως εκπλήρωσις της εντολής του Χριστού «αγαπήσεις τον Θεόν εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της ισχύος.» Υπό το φως του κριτηρίου αυτού, πάσα παρέκκλησις του νου και της καρδίας από της αγάπης του Θεού εκλαμβάνεται ως πνευματική «μοιχεία», ήτοι παράβασις εις βάρος της θείας αγάπης.Η παρθενία δεν είναι άγνοια της βιολογικής και πλήρως φυσικής ζωής του ανθρώπου. Το μέγιστον και μοναδικόν παράδειγμα της τελειότητος, η Αειπάρθενος Μαρία, κατά τον Ευαγγελισμόν του Αγγέλου περί της γεννήσεως εξ Αυτής Υιού, απήντησε δια της ερωτήσεως: «Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω»; Δι' αυτού κατέδειξεν ότι είχε γνώσιν περί του πράγματος.Το αδιάφθορον του σώματος δεν είναι εισέτι παρθενία.
Εις των μεγαλυτέρων αγίων της Εκκλησίας ημών, ο Μεγας Βασίλειος, μετά πικρίας είπε περί εαυτού: «Και γυναίκα ου γινώσκω και παρθένος ουκ ειμί»11, ήτοι υπό την πλήρη της λέξεως έννοιαν. Εκτός των σχέσεων μετ' άλλου σώματος, υπάρχουν ουχί ολίγα άλλα είδη διαφθοράς και αυτοδιαφθοράς, των οποίων την περιγραφήν αποφεύγει η Ορθόδοξος Εκκλησία, δια να μη δημιουργήση εις τον νουν του ομιλούντος η του ακούοντος εικόνα τινά αμαρτίας. Και εκείνος ο οποίος δεν γνωρίζει την φυσικήν πράξιν, αλλά μόνον δια του νου θα αφεθή εις αυτήν και ονειροπολών θα επιθυμήση αυτήν, ήδη δεν είναι πλήρως παρθένος.Κατά την εκκλησιαστικήν αντίληψιν υπάρχουν τρεις βαθμοί πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου: η υπερφυσική κατάστασις, η φυσική και η παρά φύσιν η εναντίον της φύσεως.
Η παρθενία και η μοναχική σωφροσύνη, εννοούμεναι ως δωρεαί της χάριτος, ανήκουν εις την πρώτην κατάστασιν. Εις την δευτέραν κατατάσσεται ο ευλογημένος γάμος. Πάσα άλλη μορφή σαρκικής ζωής είναι πνευματικώς κατωτέρα η παρά φύσιν. Οι Πατέρες λέγουν «μη επιχειρής το υπέρ φύσιν, ίνα μη πέσης εις το παρά φύσιν». Εκ τούτου έπεται ο κανών ότι ουδείς πρέπει να γίνηται δεκτός εις τον μοναχισμόν άνευ προκαταρκτικής δοκιμασίας. Μοναχός ο οποίος δεν φυλάσσει σωφροσύνην ίσταται επί του επίπεδον της σωτηρίας πολύ χαμηλότερον του εντίμου γάμου, του τιμωμένου εν τη Εκκλησία ως σωτηρίου οδού. Και εάν λάβωμεν υπ' όψιν ότι εκείνος, όστις έδωκεν ήδη τας υποσχέσεις, στερείται του δικαιώματος εκκλησιαστικού γάμου, τότε εκάστη εκ μέρους αυτού παράβασις της αγνοίας θεωρείται ως πτώσις και μάλιστα εις κατάστασιν υπό την φύσιν.
Ο καθηγιασμένος γάμος, ο πειθαρχημένος, ο χωρίς διαστροφήν, διατηρεί τον άνθρωπον φυσικώς και ηθικώς, ενώ πάσα άλλη μορφή σαρκικής απολαύσεως, έστω και υπό ονειρώδη μόνον μορφήν, διαφθείρει ολόκληρον τον άνθρωπον, ήτοι την ψυχήν και το σώμα. Η καταστρεπτική αύτη ενέργεια ιδιαιτέρως εντείνεται, όταν ο μοναχός προσκόπτη και δι' αυτού αθετή τας δοθείσας ενώπιον του Θεού υποσχέσεις, διότι εις την περίπτωσιν αυτήν η εσωτερική σύγκρουσις εκ της απωλείας της χάριτος λαμβάνει ασυγκρίτως βαθύτερον χαρακτήρα και αι μαρτυρικαί τύψεις της συνειδήσεως δύνανται να φθάσουν μέχρι του σκότους της απογνώσεως. Αι ονειροπολήσεις περί σαρκικής σχέσεως, εν απουσία της φυσικής πράξεως, ωδήγησαν πολλούς μέχρι σοβαρών ψυχικών νόσων, έτι δε και μέχρι πλήρους παραφροσύνης. Περί της συχνότητος των τοιούτων ολεθρίων περιπτώσεων δύνανται να μαρτυρήσουν και οι ψυχίατροι12.
Η μοναχική σωφροσύνη, ως εν αληθεία «ανθρωπίνη» ζωη κατ' εικόνα του τελείου Ανθρώπου-Χριστού, δεν δύναται να θεμελιωθή επί της αρνήσεως της σαρκικής ζωής, επί της μομφής του ευλογημένου υπό του Θεού και της Εκκλησίας γάμου, επί της αποστροφής η της καταφρονήσεως εκείνης της πράξεως, δια της οποίας «ο άνθρωπος έρχεται εις τον κόσμον» (πρβλ. Ιωάν. ι' 21). Η Εκκλησία εις τας συνοδικάς Αυτής διατάξεις απορρίπτει εκείνους οι οποίοι καταφεύγουν εις τον μοναχισμόν εξ αποστροφής προς τον γάμον η εξ υπερηφάνου εξουδενώσεως αυτού13.
Δια τούτο οι Πατέρες εδοκίμαζον έκαστον εκ των επιθυμούντων τον μοναχισμόν, δια να βεβαιωθούν εάν ούτος ήτο όντως κλητός. Υπάρχουν διάφοροι βαθμοί αυτής της κλήσεως. Εις τινας εδόθη να γνωρίσουν την κατάστασιν της εν χάριτι Θεοκοινωνίας εις τοιούτον βαθμόν, ώστε και ο νους και το σώμα αυτών να αισθάνωνται εναργώς τον αγιασμόν αυτών. Δια τους τοιούτους η απόλυτος εγκράτεια υπό την μορφήν ουχί μόνον αποφυγής ενσυνειδήτων φυσικών πράξεων, αλλά και των αντιστοίχων διανοημάτων (έτι και κατά την διάρκειαν του ύπνου) είναι κατηγορική απαίτησις της καταστάσεως του πνεύματος αυτών. Μικροτέρας εντάσεως κλήσις συνιστά κατάστασιν κατά την οποίαν η ψυχή δοκιμάζει έλξιν μόνον προς την σωφροσύνην. Ο νους τότε τείνει προς την καθαρότητα και δυνάμει της εσωτερικής δίψης του αγιασμού ενστικτωδώς απωθεί του σαρκικούς «λογισμούς». Πολλοί εισέρχονται εις την μοναχικήν άσκησιν εκκινούντες εκ τοιαύτης καταστάσεως, η οποία, καίτοι είναι ολιγώτερον βεβαία της προηγουμένης, αποτελεί εν τούτοις θετικήν κλήσιν άνωθεν.Πείρα αιώνων απέδειξεν ότι η αγάπη προς τον Θεόν είναι δυνατή και εις τον γάμον, αλλά εις μέτριον μόνον βαθμόν. Όταν δε η αγάπη αύτη υπερβαίνει ωρισμένον τι όριον και αποκτά μεγαλυτέραν έντασιν, τότε η ψυχή του ανθρώπου απομακρύνεται ενστικτωδώς από παντός ο,τι δεν εναρμονίζεται προς αυτήν την αγάπην.
Δεν είναι έργον ιδικόν μου να εύρω λογικήν τινα ερμηνείαν του αξιοσημειώτου φαινομένου τούτου εις την περιοχήν της θρησκευτικής ψυχολογίας, του επαναλαμβανομένου κατά την ροήν των αιώνων μετ' εκπληκτικής σταθερότητος. Ενδέχεται άλλως τε να μη υπόκηται τούτο εις λογικάς κατηγορίας. Προσωπικώς ερείδομαι επί των έργων των Αγίων Πατέρων και εν μέρει επί των παρατηρήσεων τας οποίας ηδυνήθην να έχω ως πνευματικός. Εκ των πολλών συνομιλιών μου μετ' ασκητών έχω αποκτήσει την σταθεράν πεποίθησιν ότι, όταν η ψυχή δια πραγματικής πείρας γνωρίση την αγάπην του Χριστού, τότε εκ της γλυκύτητος της αγάπης αυτής γεννάται ακράτητός τις έλξις προς τον Θεόν, ακατάπαυστός τις «δίψα» Αυτού, και εν ταυτώ ανερμήνευτος θλίψις περί του κόσμου, συνέπεια της οποίας είναι ο τελείως άκοπος και, τρόπον τινά, φυσικός αποχωρισμός από πασών των αισθητικών ηδυπαθειών, εξ αιτίας των οποίων ψυχραίνεται και εξαλείφεται η Θεία αγάπη.
Χαρακτηριστικόν της μεγάλης προς Χριστόν αγάπης είναι ότι δεν δύναται να συμβιβασθή μετά σαρκικών απολαύσεων εν γένει, και προ παντός μετά των ισχυροτέρων όλων, των γενετησίων. Ο νους του ανθρώπου υπό την ενέργειαν της αγάπης προς τον Θεόν αποσπάται εκ της γης και καθαίρεται από πάσης γηΐνης εικόνος, ενώ η σαρκική σχέσις τραυματίζει βαθύτατα την ψυχήν ακριβώς δια των εικόνων αυτών. Γνωρίζομεν ότι πολλοί προσεγγίζουν εντελώς διαφόρως το θέμα τούτο. Αλλά μήπως ο λόγος της Γραφής, «ου μη εγκαταμείνη το πνεύμά Μου εν αυτοίς, δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. στ' 3), δεν αναφέρεται εις αυτούς;Αυτή αύτη η πείρα της ζωής διδάσκει τον ασκητήν ότι πάσα αισθητική απόλαυσις, οιουδήποτε είδους, είτε οπτική, είτε γευστική, είτε ακουστική, η της αφής, η της οσφρήσεως αποσπά την ψυχήν εξ εκείνου το οποίον είναι ανώτερον και αμέτρως πολυτιμότερον, αφαιρούσα απ' αυτού την παρρησίαν εν τη προσευχή, ενώ αντιθέτως η κακοπάθεια της σαρκός πολλάκις συνεργεί εις την κάθαρσιν του νου και την ανάβασιν αυτού εις την θεωρίαν.
Όταν η σωφροσύνη αποβαίνη βαθεία απαίτησις του πνεύματος, οδηγεί φυσικώς εις εκείνο το οποίον ονομάζεται «αυστηρότης βίου» η «ασκητικότης». Παν ο,τι δεν είναι απολύτως αναγκαίον δια την ύπαρξιν παραμερίζεται, δια να έχη το πνεύμα την μεγαλυτέραν δυνατήν ελευθερίαν εν τη θεωρία. Εαν η τροφή και ο ύπνος δεν ήσαν απολύτως αναγκαία δια την φυσικήν ύπαρξιν —όπως συμβαίνει εις την περίπτωσιν της σαρκικής ζωής, του καπνίσματος, των διεγερτικών και ναρκωτικών—, ο ασκητής της σωφροσύνης ουδέποτε θα ήγγιζε τροφήν και ουδέποτε θα έδιδεν «ύπνον τοις οφθαλμοίς» αυτού (Ψαλμ. κα' 4), παραδίδων όλας τας δυνάμεις του νου αυτού εις την μνήμην του Θεού και την προσευχήν. Ιδού διατί εις την ορθώς νοουμένην μοναχικήν ζωήν τα τοιαύτα, ως επί παραδείγματι το κάπνισμα, αποκλείονται.Η αμαρτία δεν εδρεύει εις την μίαν η την άλλην φυσικήν λειτουργίαν του ανθρώπου, αλλά εις τα πάθη. Ο Άγιος Ποιμήν ο Μεγας έλεγε: «Δεν είμεθα σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι».
Η πάλη του ορθοδόξου ασκητού δεν διεξάγεται προς το σώμα, αλλά προς «τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. στ' 12), διότι δεν απομακρύνει ημάς από του Θεού το σώμα, το οποίον εκλήθη να καταστή δοχείον η «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α' Κορ. στ' 19), αλλά η ηδυπάθεια, ήτοι τα πάθη μετά των απολαύσεων αυτών.Η Ορθόδοξος άσκησις ερείδεται επί της δογματικής συνειδήσεως ότι η πνευματική ζωη της λογικής κτίσεως συνίσταται εκ της ενώσεως των δύο θελήσεων, των δύο ενεργειών, της Θείας και της ανθρωπίνης. Δυνάμει τούτου και η παρθενία και η σωφροσύνη είναι ουχί μόνον δώρα της χάριτος, αλλά και συνέπειαι ελλόγου ασκήσεως.
Παν δώρον της χάριτος εν τω κόσμω τούτω συνεπάγεται αναποφεύκτως μέγαν αγώνα χάριν της συνετής διαφυλάξεως αυτού. Εκείνο το οποίον διδάσκει η χάρις, κατά την περίοδον της διαμονής αυτής εις τον άνθρωπον, τούτο οφείλει να τηρή ούτος και κατά τον χρόνον της απουσίας αυτής υπό την αισθητήν μορφήν ενεργείας, φυλάττων εαυτόν εις το αυτό επίπεδον ζωής, ως εάν μη έπαυσε ποτέ η ενέργεια της χάριτος επ' αυτού. Ούτως άρχεται μία εκούσιος συστηματική ασκητική αγωγή του ασκητού και η τράχυνσις της «πολιτείας» αυτού καθίσταται αναπόφευκτος.
Ο Άγιος Γρηγόριος Νυσσης εις τον Λογον αυτού «Περί Παρθενίας» εκφράζεται ως εξής:«...ούτω μοι δοκεί και το της παρθενίας επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις της θειοτέρας ζωής προς την ασώματον φύσιν τους εν σαρκί ζώντας ομοιούσθαι διδάσκουσα...»14. Τούτο συμβαίνει, όπου η έλλογος ανθρωπίνη θέλησις αγωνίζεται ως περιεγράφη ανωτέρω, οπότε η διατήρησις της παρθενίας και σωφροσύνης καθίσταται ασκητική καλλιέργεια και τέχνη. Δεν προτίθεμαι να αναπτύξω λεπτομερέστερον το θέμα τούτο. Θα είπω μόνον ότι το πλέον ουσιώδες αξίωμα της «τέχνης» ταύτης είναι η «τήρησις του νοός».
Ο σπουδαιότερος κανών εις την άσκησιν αυτήν είναι να μη παραδώση τις τον νουν αυτού. Άνευ τούτου ουδεμία σωματική άσκησις επιτυγχάνει τον ποθούμενον σκοπόν αυτής, ενώ η ασκητικώς πεπαιδευμένη διάνοια δύναται να διαφυλάξη ουχί μόνον την καθαρότητα και την ελευθερίαν αυτής, αλλά και την ειρήνην του σώματος έτι και υπό συνθήκας κατά τας οποίας η εκπλήρωσις του έργου τούτου εις άλλους θα εφαίνετο αδύνατος.Επαναλαμβάνομεν εκ νέου προς μεγαλυτέραν επικύρωσιν, ότι η συνείδησις του εξαιρέτου χαρακτήρος της κλήσεως της οδού ταύτης εναρμονίζεται πλήρως προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
Η συνείδησις αύτη απορρέει ουχί μόνον εκ της πείρας, αλλά και εκ των λόγων Αυτού του Χριστού, του ειπόντος: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον...» (Ματθ. ιθ' 11). Εντεύθεν η προκαταρκτική δοκιμασία εκείνων οι οποίοι επιθυμούν το μοναχικόν σχήμα• εντεύθεν και η απαγόρευσις της ενεργού παρουσίας του αγάμου κλήρου εν τω κόσμω, εκτός σπανίων περιπτώσεων, λόγω ειδικών συνθηκών. Εις τούτο ακριβώς φανερούται η ευδοκία της Εκκλησίας προς τον τίμιον γάμον τοσούτον μεγάλη, ώστε ουδόλως να θεωρείται ούτος ως εμπόδιον εις την ιερουργίαν εισέτι και του θειοτάτου μυστηρίου της Ευχαριστίας15.Ο μέγας Ιωάννης της Κλίμακος επισφραγίζει τον θαυμάσιον αυτού λόγον «Περί σωφροσύνης και αγνείας» ως εξής: «Ο εν σαρκί ων και τούτο (το δώρον της αγνείας) ειληφώς, απέθανε και ανέστη, και της μελλούσης αφθαρσίας το προοίμιον ήδη απ εντεύθεν εγνώρισεν»16.
Η δισχιλιετής πείρα της Εκκλησίας μετ' ακαταμαχήτου αξιοπιστίας κατέδειξεν ότι ο αποκλεισμός της γενετησίου λειτουργίας εκ της ζωής της ανθρωπίνης προσωπικότητος ουχί μόνον δεν επιφέρει βλάβην εις την ψυχικήν και φυσιολογικήν υγείαν του ανθρώπου, αλλ' αντιθέτως, ορθώς χρησιμοποιουμένη αυξάνει και την φυσικήν ανθεκτικότητα και την μακροβιότητα και την ψυχικήν υγείαν και την πνευματικήν ανάπτυξιν αυτού. Κατά τας τελευταίας δεκαετίας είναι δυνατόν να παρατηρήση τις πλήθος επιστημονικών εργασιών, αι οποίαι διαπιστούν την πνευματικήν γονιμότητα εκείνου το οποίον η σύγχρονος ψυχολογία ονομάζει «εξαϋλούσαν αγνείαν». Πρέπει να χαίρη τις δια την διαπίστωσιν ταύτην, διότι εις πάσαν εποχήν δεν έπαυσάν τινες να διαστρέφουν την έννοιαν της μοναχικής σωφροσύνης, έτι δε και να αντιτίθενται προς αυτήν, ως προς φαινόμενον παθολογικόν και παρά φύσιν.
Εν τούτοις οφείλομεν να είπωμεν ότι η σύγχρονος επιστημονική πείρα εις τον τομέα αυτόν είναι εισέτι μακράν της δυνατότητος να συγκριθή προς την αδιάκοπον και αιωνόβιον πείραν της Εκκλησίας και να έχη τρόπον τινά την αξίωσιν να διορθώση η να εμπλουτίση αυτήν. Εκ τούτου ευκόλως κατανοείται το μικρόν ενδιαφέρον των μοναχών προς ταύτην. Αντιπαρερχόμενοι την λεπτομερή εξέτασιν του ζητήματος τούτου από δογματικής και ανθρωπολογικής απόψεως, θα είπωμεν μόνον ότι δι' ημάς κύριον και αναμφισβήτητον τεκμήριον δικαιώσεως αυτής της υποσχέσεως, εις το οποίον άλλως τε οδηγούν πάσαι αι άλλαι αποδείξεις, είναι το γεγονός της εν παρθενία επιγείου ζωής του Κυρίου: «Υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν» (Ιωάν. ιγ' 15). Μονον εις τελείως ασύνετος θα τολμήση να είπη ότι η ζωη του Χριστού υπήρξε «παρά φύσιν».
Ενώπιον ημών των χριστιανών ίσταται το απόλυτον αίτημα: να ομοιωθώμεν, ει δυνατόν, προς τον Άνθρωπον-Χριστόν (εν πάσιν), ούτως ώστε δια της ομοιώσεως αυτής να κατορθώσωμεν την ομοίωσιν προς τον Θεόν, ως τον ύστατον σκοπόν και την υψίστην έννοιαν της υπάρξεως ημών. Ο Άγιος Βαρσανούφιος ο Μεγας λέγει περί της υπακοής: «Κράτει την υπακοήν, την αναφέρουσαν εις τον ουρανόν, και ομοίους τω Υιώ του Θεού ποιούσαν τους κτωμένους αυτήν»6. Αλλά το αυτό οφείλομεν να είπωμεν και περί της παρθενίας και σωφροσύνης.
Κατά την πεποίθησιν του Αγίου Μεθοδίου του Ολύμπου (+311), εκφραζομένην εις το «Συμπόσιον των δέκα παρθένων» —έργον το οποίον ανακεφαλαιοί τας απόψεις της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων περί παρθενίας— δεν δύναται άλλως να οδηγηθή τις όντως εις το «καθ' ομοίωσιν» Θεού, ει μη μόνον δια της προσλήψεως και φανερώσεως εν τη γηΐνη υπάρξει αυτού των χαρακτήρων της εικόνος εκείνης, η οποία εφανερώθη εις ημάς δια του ενανθρωπήσαντος Χριστού.
Συνεχώς συναντώμεθα μετά της διδασκαλίας της Εκκλησίας περί σωτηρίας, εννοουμένης ως θεώσεως. Αλλά διερωτάται τις: Που δυνάμεθα να εύρωμεν το αξιόπιστον και, ούτως ειπείν, οφθαλμοφανές και ψηλαφητόν (βλ. Α' Ιωάν. α' 1) κριτήριον της καταστάσεως ταύτης; Αναμφιβόλως, μόνον δια της ομοιώσεως προς τον «εν σαρκί» φανερωθέντα Θεόν είναι δυνατόν να ομοιωθώμεν προς Αυτόν και κατά την υπερκόσμιον και αιώνιον Αυτού ύπαρξιν. Προς τούτο ακριβώς το σημείον ήτο πάντοτε εστραμμένη η θεολογική σκέψις της Εκκλησίας από των πρώτων χρόνων της ιστορίας αυτής. Τούτο αντανακλάται και εις τα λειτουργικά κείμενα7 και εις τα μνημεία της αγιοπατερικής γραμματείας.
Παραδειγματικώς θα παραθέσω τινά εξ αυτών.Εις την πρώτην εκ των δύο «Προς Παρθένους» επιστολών, αι οποίαι εσφαλμένως αποδίδονται εις τον Άγιον Κλήμεντα Ρωμης (+103), αναγινώσκομεν: «Η αγία Παρθένος είναι εκείνη, η οποία έφερεν εις τους κόλπους Αυτής τον Υιόν του Θεού, τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν• ναι, ο προσκυνητός ημών Δεσπότης εδανείσθη εκ της ιεράς αυτής Παρθένου το σώμα δια του οποίου ενεδύθη και το οποίον Ούτος προώριζε δια τας οδύνας και τας βασάνους. Είθε το μέγα τούτο γεγονός να φανερώση εξ ολοκλήρου εις την ψυχήν ημών οπόσον υπέροχος και έξοχος είναι η παρθενία. Κατόπιν αυτού θέλεις να είσαι Χριστιανός; Βαδιζε σταθερώς επί των ιχνών του Ιησού Χριστού. Ο Ιωάννης υπήρξεν άγγελος απεσταλμένος ενώπιον του προσώπου του Κυρίου• και “εν γεννητοίς γυναικών ουκ εγήγερται μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού”• και ο άγιος ούτος Άγγελος του Κυρίου ήτο παρθένος... Υπήρξεν ωσαύτως άγιος8 ο έτερος Ιωάννης, ο οποίος ανέπεσεν επί το στήθος του Κυρίου και ο οποίος ηγάπα Αυτόν πολύ, εξ αιτίας του οποίου τοσούτον ηγάπα αυτόν ο Κυριος. Εν συνεχεία ακολουθούν ο Παύλος, ο Βαρνάβας, ο Τιμόθεος και άλλοι, των οποίων τα ονόματα εγράφησαν εν Βιβλω Ζωής• πάντες ούτοι ηγάπησαν το είδος τούτο της αγιότητος, και αγωνιζόμενοι διήλθον αυτό μέχρι του τέλους της ζωής, ως αληθινοί μιμηταί του Χριστού και υιοί του Ζώντος Θεού,... διότι οι όμοιοι προς τον Χριστόν είναι τελείως όμοιοι προς Αυτόν»9.
Ο Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος (+258 μ.Χ.) εν τω βιβλίω αυτού «Περί του ιματισμού των Παρθένων» ομιλών περί της αξίας της παρθενίας λέγει: «Οι παρθένοι είναι ο καρπός του άνθους της Εκκλησίας• η δόξα και η ευπρέπεια της πνευματικής χάριτος... έργον επαίνων και τιμής πλήρες και αδιάφθορον• η εικών του Θεού, η αναλογούσα εις την αγιότητα του Κυρίου• το ενδοξότερον μέρος του ποιμνίου του Χριστού• και όσον αφθονεί η παρθενία εντός των τάξεων αυτής, τοσούτον αυξάνει η χαρά της Μητρός ημών Εκκλησίας»10.
Ο Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου, εις το προαναφερθέν έργον αυτού «Συμπόσιον των δέκα Παρθένων» ομιλεί περί της παρθενίας ως περί έργου «άκρως μεγάλου», ως περί «μυστηρίου». Και αναμφιβόλως, εάν ο γάμος είναι μυστήριον, τότε και η παρθενία είναι ωσαύτως μυστήριον της Εκκλησίας.
Η παρθενία και η σωφροσύνη υπό την χριστιανικήν έννοιαν διακρίνονται ουσιωδώς εξ εκείνου το οποίον ηννόουν και μέχρι σήμερον εννοούν οι εκτός Εκκλησίας υπό τας αυτάς λέξεις. Αι έννοιαι παρθενία και σωφροσύνη είναι συγγενείς ουχί όμως ταυτόσημοι. Κατά την μοναχικήν κουράν, εκείνοι οι οποίοι προσέρχονται εις τον μοναχισμόν μετά τον γάμον, η εξωγάμους σχέσεις, απαγγέλλουν την υπόσχεσιν της σωφροσύνης, ήτοι της εις το μέλλον ολοκληρωτικής εγκρατείας, ενώ εκείνοι οι οποίοι δεν εγνώρισαν άλλο σώμα δίδουν την υπόσχεσιν της παρθενίας.Η σωφροσύνη, όπως δεικνύει και η λέξις αύτη, σημαίνει την ακεραιότητα η την πληρότητα της φρονήσεως.
Εν τη Εκκλησία μετά της εννοίας ταύτης συνδέεται ουχί μόνον η νίκη επί της σαρκικής έλξεως και εν γένει επί του «φρονήματος της σαρκός» ήτοι η «νίκη επί της φύσεως», αλλά και η απόκτησις του συνόλου των τελειοτήτων, αι οποίαι προσιδιάζουν εις την φρόνησιν και των οποίων έκφρασις είναι η σταθερά διαμονή εν τω Θεώ «εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της καρδίας».Εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή η άσκησις της σωφροσύνης αποκαθιστά την κατά το πνεύμα παρθενικήν κατάστασιν του ανθρώπου, υπερφαλαγγίζουσα την ανεπανόρθωτον απώλειαν της σωματικής παρθενίας.Την γνησίαν παρθενίαν οι Άγιοι Πατέρες ορίζουν ως υπερφυσικήν κατάστασιν.
Εν τη τελεία αυτής μορφή θεωρείται ως αδιάκοπος διαμονή εν τη θεία αγάπη, ως εκπλήρωσις της εντολής του Χριστού «αγαπήσεις τον Θεόν εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της ισχύος.» Υπό το φως του κριτηρίου αυτού, πάσα παρέκκλησις του νου και της καρδίας από της αγάπης του Θεού εκλαμβάνεται ως πνευματική «μοιχεία», ήτοι παράβασις εις βάρος της θείας αγάπης.Η παρθενία δεν είναι άγνοια της βιολογικής και πλήρως φυσικής ζωής του ανθρώπου. Το μέγιστον και μοναδικόν παράδειγμα της τελειότητος, η Αειπάρθενος Μαρία, κατά τον Ευαγγελισμόν του Αγγέλου περί της γεννήσεως εξ Αυτής Υιού, απήντησε δια της ερωτήσεως: «Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω»; Δι' αυτού κατέδειξεν ότι είχε γνώσιν περί του πράγματος.Το αδιάφθορον του σώματος δεν είναι εισέτι παρθενία.
Εις των μεγαλυτέρων αγίων της Εκκλησίας ημών, ο Μεγας Βασίλειος, μετά πικρίας είπε περί εαυτού: «Και γυναίκα ου γινώσκω και παρθένος ουκ ειμί»11, ήτοι υπό την πλήρη της λέξεως έννοιαν. Εκτός των σχέσεων μετ' άλλου σώματος, υπάρχουν ουχί ολίγα άλλα είδη διαφθοράς και αυτοδιαφθοράς, των οποίων την περιγραφήν αποφεύγει η Ορθόδοξος Εκκλησία, δια να μη δημιουργήση εις τον νουν του ομιλούντος η του ακούοντος εικόνα τινά αμαρτίας. Και εκείνος ο οποίος δεν γνωρίζει την φυσικήν πράξιν, αλλά μόνον δια του νου θα αφεθή εις αυτήν και ονειροπολών θα επιθυμήση αυτήν, ήδη δεν είναι πλήρως παρθένος.Κατά την εκκλησιαστικήν αντίληψιν υπάρχουν τρεις βαθμοί πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου: η υπερφυσική κατάστασις, η φυσική και η παρά φύσιν η εναντίον της φύσεως.
Η παρθενία και η μοναχική σωφροσύνη, εννοούμεναι ως δωρεαί της χάριτος, ανήκουν εις την πρώτην κατάστασιν. Εις την δευτέραν κατατάσσεται ο ευλογημένος γάμος. Πάσα άλλη μορφή σαρκικής ζωής είναι πνευματικώς κατωτέρα η παρά φύσιν. Οι Πατέρες λέγουν «μη επιχειρής το υπέρ φύσιν, ίνα μη πέσης εις το παρά φύσιν». Εκ τούτου έπεται ο κανών ότι ουδείς πρέπει να γίνηται δεκτός εις τον μοναχισμόν άνευ προκαταρκτικής δοκιμασίας. Μοναχός ο οποίος δεν φυλάσσει σωφροσύνην ίσταται επί του επίπεδον της σωτηρίας πολύ χαμηλότερον του εντίμου γάμου, του τιμωμένου εν τη Εκκλησία ως σωτηρίου οδού. Και εάν λάβωμεν υπ' όψιν ότι εκείνος, όστις έδωκεν ήδη τας υποσχέσεις, στερείται του δικαιώματος εκκλησιαστικού γάμου, τότε εκάστη εκ μέρους αυτού παράβασις της αγνοίας θεωρείται ως πτώσις και μάλιστα εις κατάστασιν υπό την φύσιν.
Ο καθηγιασμένος γάμος, ο πειθαρχημένος, ο χωρίς διαστροφήν, διατηρεί τον άνθρωπον φυσικώς και ηθικώς, ενώ πάσα άλλη μορφή σαρκικής απολαύσεως, έστω και υπό ονειρώδη μόνον μορφήν, διαφθείρει ολόκληρον τον άνθρωπον, ήτοι την ψυχήν και το σώμα. Η καταστρεπτική αύτη ενέργεια ιδιαιτέρως εντείνεται, όταν ο μοναχός προσκόπτη και δι' αυτού αθετή τας δοθείσας ενώπιον του Θεού υποσχέσεις, διότι εις την περίπτωσιν αυτήν η εσωτερική σύγκρουσις εκ της απωλείας της χάριτος λαμβάνει ασυγκρίτως βαθύτερον χαρακτήρα και αι μαρτυρικαί τύψεις της συνειδήσεως δύνανται να φθάσουν μέχρι του σκότους της απογνώσεως. Αι ονειροπολήσεις περί σαρκικής σχέσεως, εν απουσία της φυσικής πράξεως, ωδήγησαν πολλούς μέχρι σοβαρών ψυχικών νόσων, έτι δε και μέχρι πλήρους παραφροσύνης. Περί της συχνότητος των τοιούτων ολεθρίων περιπτώσεων δύνανται να μαρτυρήσουν και οι ψυχίατροι12.
Η μοναχική σωφροσύνη, ως εν αληθεία «ανθρωπίνη» ζωη κατ' εικόνα του τελείου Ανθρώπου-Χριστού, δεν δύναται να θεμελιωθή επί της αρνήσεως της σαρκικής ζωής, επί της μομφής του ευλογημένου υπό του Θεού και της Εκκλησίας γάμου, επί της αποστροφής η της καταφρονήσεως εκείνης της πράξεως, δια της οποίας «ο άνθρωπος έρχεται εις τον κόσμον» (πρβλ. Ιωάν. ι' 21). Η Εκκλησία εις τας συνοδικάς Αυτής διατάξεις απορρίπτει εκείνους οι οποίοι καταφεύγουν εις τον μοναχισμόν εξ αποστροφής προς τον γάμον η εξ υπερηφάνου εξουδενώσεως αυτού13.
Δια τούτο οι Πατέρες εδοκίμαζον έκαστον εκ των επιθυμούντων τον μοναχισμόν, δια να βεβαιωθούν εάν ούτος ήτο όντως κλητός. Υπάρχουν διάφοροι βαθμοί αυτής της κλήσεως. Εις τινας εδόθη να γνωρίσουν την κατάστασιν της εν χάριτι Θεοκοινωνίας εις τοιούτον βαθμόν, ώστε και ο νους και το σώμα αυτών να αισθάνωνται εναργώς τον αγιασμόν αυτών. Δια τους τοιούτους η απόλυτος εγκράτεια υπό την μορφήν ουχί μόνον αποφυγής ενσυνειδήτων φυσικών πράξεων, αλλά και των αντιστοίχων διανοημάτων (έτι και κατά την διάρκειαν του ύπνου) είναι κατηγορική απαίτησις της καταστάσεως του πνεύματος αυτών. Μικροτέρας εντάσεως κλήσις συνιστά κατάστασιν κατά την οποίαν η ψυχή δοκιμάζει έλξιν μόνον προς την σωφροσύνην. Ο νους τότε τείνει προς την καθαρότητα και δυνάμει της εσωτερικής δίψης του αγιασμού ενστικτωδώς απωθεί του σαρκικούς «λογισμούς». Πολλοί εισέρχονται εις την μοναχικήν άσκησιν εκκινούντες εκ τοιαύτης καταστάσεως, η οποία, καίτοι είναι ολιγώτερον βεβαία της προηγουμένης, αποτελεί εν τούτοις θετικήν κλήσιν άνωθεν.Πείρα αιώνων απέδειξεν ότι η αγάπη προς τον Θεόν είναι δυνατή και εις τον γάμον, αλλά εις μέτριον μόνον βαθμόν. Όταν δε η αγάπη αύτη υπερβαίνει ωρισμένον τι όριον και αποκτά μεγαλυτέραν έντασιν, τότε η ψυχή του ανθρώπου απομακρύνεται ενστικτωδώς από παντός ο,τι δεν εναρμονίζεται προς αυτήν την αγάπην.
Δεν είναι έργον ιδικόν μου να εύρω λογικήν τινα ερμηνείαν του αξιοσημειώτου φαινομένου τούτου εις την περιοχήν της θρησκευτικής ψυχολογίας, του επαναλαμβανομένου κατά την ροήν των αιώνων μετ' εκπληκτικής σταθερότητος. Ενδέχεται άλλως τε να μη υπόκηται τούτο εις λογικάς κατηγορίας. Προσωπικώς ερείδομαι επί των έργων των Αγίων Πατέρων και εν μέρει επί των παρατηρήσεων τας οποίας ηδυνήθην να έχω ως πνευματικός. Εκ των πολλών συνομιλιών μου μετ' ασκητών έχω αποκτήσει την σταθεράν πεποίθησιν ότι, όταν η ψυχή δια πραγματικής πείρας γνωρίση την αγάπην του Χριστού, τότε εκ της γλυκύτητος της αγάπης αυτής γεννάται ακράτητός τις έλξις προς τον Θεόν, ακατάπαυστός τις «δίψα» Αυτού, και εν ταυτώ ανερμήνευτος θλίψις περί του κόσμου, συνέπεια της οποίας είναι ο τελείως άκοπος και, τρόπον τινά, φυσικός αποχωρισμός από πασών των αισθητικών ηδυπαθειών, εξ αιτίας των οποίων ψυχραίνεται και εξαλείφεται η Θεία αγάπη.
Χαρακτηριστικόν της μεγάλης προς Χριστόν αγάπης είναι ότι δεν δύναται να συμβιβασθή μετά σαρκικών απολαύσεων εν γένει, και προ παντός μετά των ισχυροτέρων όλων, των γενετησίων. Ο νους του ανθρώπου υπό την ενέργειαν της αγάπης προς τον Θεόν αποσπάται εκ της γης και καθαίρεται από πάσης γηΐνης εικόνος, ενώ η σαρκική σχέσις τραυματίζει βαθύτατα την ψυχήν ακριβώς δια των εικόνων αυτών. Γνωρίζομεν ότι πολλοί προσεγγίζουν εντελώς διαφόρως το θέμα τούτο. Αλλά μήπως ο λόγος της Γραφής, «ου μη εγκαταμείνη το πνεύμά Μου εν αυτοίς, δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. στ' 3), δεν αναφέρεται εις αυτούς;Αυτή αύτη η πείρα της ζωής διδάσκει τον ασκητήν ότι πάσα αισθητική απόλαυσις, οιουδήποτε είδους, είτε οπτική, είτε γευστική, είτε ακουστική, η της αφής, η της οσφρήσεως αποσπά την ψυχήν εξ εκείνου το οποίον είναι ανώτερον και αμέτρως πολυτιμότερον, αφαιρούσα απ' αυτού την παρρησίαν εν τη προσευχή, ενώ αντιθέτως η κακοπάθεια της σαρκός πολλάκις συνεργεί εις την κάθαρσιν του νου και την ανάβασιν αυτού εις την θεωρίαν.
Όταν η σωφροσύνη αποβαίνη βαθεία απαίτησις του πνεύματος, οδηγεί φυσικώς εις εκείνο το οποίον ονομάζεται «αυστηρότης βίου» η «ασκητικότης». Παν ο,τι δεν είναι απολύτως αναγκαίον δια την ύπαρξιν παραμερίζεται, δια να έχη το πνεύμα την μεγαλυτέραν δυνατήν ελευθερίαν εν τη θεωρία. Εαν η τροφή και ο ύπνος δεν ήσαν απολύτως αναγκαία δια την φυσικήν ύπαρξιν —όπως συμβαίνει εις την περίπτωσιν της σαρκικής ζωής, του καπνίσματος, των διεγερτικών και ναρκωτικών—, ο ασκητής της σωφροσύνης ουδέποτε θα ήγγιζε τροφήν και ουδέποτε θα έδιδεν «ύπνον τοις οφθαλμοίς» αυτού (Ψαλμ. κα' 4), παραδίδων όλας τας δυνάμεις του νου αυτού εις την μνήμην του Θεού και την προσευχήν. Ιδού διατί εις την ορθώς νοουμένην μοναχικήν ζωήν τα τοιαύτα, ως επί παραδείγματι το κάπνισμα, αποκλείονται.Η αμαρτία δεν εδρεύει εις την μίαν η την άλλην φυσικήν λειτουργίαν του ανθρώπου, αλλά εις τα πάθη. Ο Άγιος Ποιμήν ο Μεγας έλεγε: «Δεν είμεθα σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι».
Η πάλη του ορθοδόξου ασκητού δεν διεξάγεται προς το σώμα, αλλά προς «τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. στ' 12), διότι δεν απομακρύνει ημάς από του Θεού το σώμα, το οποίον εκλήθη να καταστή δοχείον η «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α' Κορ. στ' 19), αλλά η ηδυπάθεια, ήτοι τα πάθη μετά των απολαύσεων αυτών.Η Ορθόδοξος άσκησις ερείδεται επί της δογματικής συνειδήσεως ότι η πνευματική ζωη της λογικής κτίσεως συνίσταται εκ της ενώσεως των δύο θελήσεων, των δύο ενεργειών, της Θείας και της ανθρωπίνης. Δυνάμει τούτου και η παρθενία και η σωφροσύνη είναι ουχί μόνον δώρα της χάριτος, αλλά και συνέπειαι ελλόγου ασκήσεως.
Παν δώρον της χάριτος εν τω κόσμω τούτω συνεπάγεται αναποφεύκτως μέγαν αγώνα χάριν της συνετής διαφυλάξεως αυτού. Εκείνο το οποίον διδάσκει η χάρις, κατά την περίοδον της διαμονής αυτής εις τον άνθρωπον, τούτο οφείλει να τηρή ούτος και κατά τον χρόνον της απουσίας αυτής υπό την αισθητήν μορφήν ενεργείας, φυλάττων εαυτόν εις το αυτό επίπεδον ζωής, ως εάν μη έπαυσε ποτέ η ενέργεια της χάριτος επ' αυτού. Ούτως άρχεται μία εκούσιος συστηματική ασκητική αγωγή του ασκητού και η τράχυνσις της «πολιτείας» αυτού καθίσταται αναπόφευκτος.
Ο Άγιος Γρηγόριος Νυσσης εις τον Λογον αυτού «Περί Παρθενίας» εκφράζεται ως εξής:«...ούτω μοι δοκεί και το της παρθενίας επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις της θειοτέρας ζωής προς την ασώματον φύσιν τους εν σαρκί ζώντας ομοιούσθαι διδάσκουσα...»14. Τούτο συμβαίνει, όπου η έλλογος ανθρωπίνη θέλησις αγωνίζεται ως περιεγράφη ανωτέρω, οπότε η διατήρησις της παρθενίας και σωφροσύνης καθίσταται ασκητική καλλιέργεια και τέχνη. Δεν προτίθεμαι να αναπτύξω λεπτομερέστερον το θέμα τούτο. Θα είπω μόνον ότι το πλέον ουσιώδες αξίωμα της «τέχνης» ταύτης είναι η «τήρησις του νοός».
Ο σπουδαιότερος κανών εις την άσκησιν αυτήν είναι να μη παραδώση τις τον νουν αυτού. Άνευ τούτου ουδεμία σωματική άσκησις επιτυγχάνει τον ποθούμενον σκοπόν αυτής, ενώ η ασκητικώς πεπαιδευμένη διάνοια δύναται να διαφυλάξη ουχί μόνον την καθαρότητα και την ελευθερίαν αυτής, αλλά και την ειρήνην του σώματος έτι και υπό συνθήκας κατά τας οποίας η εκπλήρωσις του έργου τούτου εις άλλους θα εφαίνετο αδύνατος.Επαναλαμβάνομεν εκ νέου προς μεγαλυτέραν επικύρωσιν, ότι η συνείδησις του εξαιρέτου χαρακτήρος της κλήσεως της οδού ταύτης εναρμονίζεται πλήρως προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
Η συνείδησις αύτη απορρέει ουχί μόνον εκ της πείρας, αλλά και εκ των λόγων Αυτού του Χριστού, του ειπόντος: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον...» (Ματθ. ιθ' 11). Εντεύθεν η προκαταρκτική δοκιμασία εκείνων οι οποίοι επιθυμούν το μοναχικόν σχήμα• εντεύθεν και η απαγόρευσις της ενεργού παρουσίας του αγάμου κλήρου εν τω κόσμω, εκτός σπανίων περιπτώσεων, λόγω ειδικών συνθηκών. Εις τούτο ακριβώς φανερούται η ευδοκία της Εκκλησίας προς τον τίμιον γάμον τοσούτον μεγάλη, ώστε ουδόλως να θεωρείται ούτος ως εμπόδιον εις την ιερουργίαν εισέτι και του θειοτάτου μυστηρίου της Ευχαριστίας15.Ο μέγας Ιωάννης της Κλίμακος επισφραγίζει τον θαυμάσιον αυτού λόγον «Περί σωφροσύνης και αγνείας» ως εξής: «Ο εν σαρκί ων και τούτο (το δώρον της αγνείας) ειληφώς, απέθανε και ανέστη, και της μελλούσης αφθαρσίας το προοίμιον ήδη απ εντεύθεν εγνώρισεν»16.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home