Tuesday, April 18, 2006

Το Δοξαστικό της Κασσιανής

Ιδιόμελο δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου της Μ. Τετάρτης:

Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Γυνή,
τήν σήν αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι, πρό τού ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι, υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε καί ασέληνος, έρως τής αμαρτίας.
Δέξαι μου τάς πηγάς τών δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων τής θαλάσσης τό ύδωρ,
κάμφθητί μοι πρός τούς στεναγμούς τής καρδίας,
ο κλίνας τούς ουρανούς, τή αφάτω σου κενώσει,
καταφιλήσω τούς αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δέ πάλιν, τοίς τής κεφαλής μου βοστρύχοις,
ών εν τώ Παραδείσω Εύα τό δειλινόν,
κρότον τοίς ωσίν ηχηθείσα, τώ φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τά πλήθη καί κριμάτων σου αβύσσους,
τίς εξιχνιάσει ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μή με τήν σήν δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων τό έλεος.

Download this hymn here: Gregorios Ntaravanoglou

Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:


Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.


Η Κασσιανή (Kωστ Παλαμ)

Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί.
και σάρκα επήραν.

Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά
μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα ποιος θα
ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
'Αβυσσο η κρίση.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home